- επικαταβολή
- ἐπικαταβολή, ἡ (Α)πάπ. κατάσχεση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επικαταβάλλω — ἐπικαταβάλλω (Α) 1. καταρρίπτω κάτι επάνω σε κάποιον 2. ρίχνω εναντίον κάποιου από ψηλό μέρος 3. αφήνω κάτι να πέσει προς τα κάτω («oἱ κύνες ἐπικαταβάλλουσι τὰ ὦτα», Ξεν.) 4. επιγρ. επιβάλλω πρόστιμο 5. (η μτχ. παθ. παρακμ.) ἐπικαταβεβλημένος, η … Dictionary of Greek